Οι γρήγοροι ρυθμοί της ζωής μας έχουν οδηγήσει στην υιοθέτηση των υγιεινών διατροφικών συμπεριφορών σε δεύτερη μοίρα. Παράλληλα, το καθημερινό άγχος σε συνδυασμό με την κατανάλωση έτοιμου φαγητού και γευμάτων εκτός σπιτιού, μειώνουν τις πιθανότητές μας για κάλυψη των ημερήσιων αναγκών σε απαραίτητα θρεπτικά συστατικά, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία. Επομένως, η ένταξη των συμπληρωμάτων διατροφής στην καθημερινότητά μας κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος. Πότε όμως είναι καλύτερο να το παίρνουμε; Πριν ή μετά το φαγητό, το πρωί ή το βράδυ, είναι μερικά από τα ερωτήματα, που απασχολούν πολλούς.
Οι βιταμίνες A, D, E και Κ, καθώς και το συνένζυμο Q10, που αποτελούν βασικά συστατικά πολυβιταμινούχων σκευασμάτων, είναι λιποδιαλυτά, γεγονός που καθιστά απαραίτητη την παρουσία λιπαρής ουσίας για την απορρόφησή τους. Για το λόγο αυτό συστήνεται η πρόσληψή τους μετά από γεύμα και συνήθως μετά το πρωινό ή το μεσημεριανό γεύμα. Ωστόσο, καλό είναι το φαγητό να μην συνοδεύεται από καφέ, τσάι ή κρασί, καθώς αυτά περιέχουν τανίνες, που δεσμεύουν και επιβραδύνουν τη διαθεσιμότητα των προσλαμβανόμενων βιταμινών και ιχνοστοιχείων.
Επιπλέον, η πρόσληψη των υδατοδιαλυτών βιταμινών (βιταμίνη C και βιταμίνες του συμπλέγματος Β) συστήνεται να γίνεται μαζί με την κατανάλωση κάποιου τροφίμου, καθώς η κατάποσή τους με άδειο στομάχι μπορεί να προκαλέσει γαστρεντερικές διαταραχές, όπως ναυτία, αυξημένη έκκριση οξέων και καούρα. Επομένως, η παράλληλη πρόσληψη τροφής μειώνει τα παραπάνω συμπτώματα. Μάλιστα, επειδή οι συγκεκριμένες βιταμίνες είναι απαραίτητες για την καλή λειτουργία του μεταβολισμού, προτείνεται να τις λαμβάνει κανείς μαζί με το πρωινό. Μολαταύτα, η βιταμίνη Β12 αποτελεί εξαίρεση και η πρόσληψή της είναι καλό να γίνεται χωρίς τη συνοδεία κάποιου γεύματος.
Η χρήση πολυβιταμινούχων σκευασμάτων, με την ταυτόχρονη παρουσία βιταμινών κι ιχνοστοιχείων, εξασφαλίζει συνήθως την καλύτερη βιοδιαθεσιμότητα των συστατικών. Για παράδειγμα, ο σίδηρος αξιοποιείται καλύτερα με την παρουσία βιταμίνης C και β-καροτένιου, η βιταμίνη Β6 δρα ουσιαστικότερα με τη συνύπαρξη ψευδαργύρου, ενώ η αντιοξειδωτική δράση των βιταμινών Ε και C ενισχύεται με την παρουσία του λιποϊκού οξέος(1).
Ένα από τα πιο συνηθισμένα λάθη που γίνονται σε επίπεδο αλληλοεπίδρασης στοιχείων αφορούν το σίδηρο και το ασβέστιο, καθώς χρησιμοποιούν ίδια συστήματα απορρόφησης από το γαστρεντερικό σωλήνα και συνεπώς το ένα αντιμάχεται την απορρόφηση του άλλου(2). Άρα, στην περίπτωση, που το συμπλήρωμά σας περιέχει σίδηρο, είναι προτιμότερο να το λαμβάνετε μαζί με ένα ποτήρι χυμό, ένα φρούτο ή ένα smoothie, κι όχι με ένα ποτήρι γάλα ή γιαούρτι.
Φροντίστε για την παράλληλη κατανάλωση βιταμίνης Κ, D, C και ασβεστίου. Τα συστατικά αυτά συμβάλλουν στην καλή υγεία των οστών και στην επούλωση των πληγών. Όσα περισσότερα από αυτά τα μικροθρεπτικά συστατικά λαμβάνονται ταυτόχρονα, τόσο μεγαλύτερη γίνεται η προστατευτική τους δράση. Διάφορες πηγές συστήνουν η πρόσληψη ασβεστίου να γίνεται βραδινές ώρες, γιατί φαίνεται να βοηθά στη βελτίωση του ύπνου.
Συμπερασματικά, το συμπλήρωμα είναι σημαντικό να προσαρμοστεί στις ανάγκες σας. Οι πολυβιταμίνες προσφέρουν μια ικανοποιητική ποσότητα από ωφέλιμα συστατικά. Ωστόσο, στην περίπτωση που χρειάζεται να επιτευχθεί μια συγκεκριμένη δράση, θα πρέπει να γίνει κατανάλωση συγκεκριμένων συστατικών. Για παράδειγμα, η βιταμίνη C κι η Εχινάκεια βοηθούν στην τόνωση του ανοσοποιητικού συστήματος, μια πολυβιταμίνη συμβάλλει στη μείωση της αδυναμίας και της κόπωσης, ενώ οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση του στρες και του άγχους. Τέλος, σε κάθε περίπτωση, σωστή θα ήταν η συνδρομή ενός διαιτολόγου, ο οποίος όχι μόνο θα προσδιορίσει αν και ποιες βιταμίνες είναι απαραίτητο να προσληφθούν, αλλά θα φροντίσει να είναι προσαρμοσμένες σε ένα εξατομικευμένο διαιτολόγιο.
Πηγές
- Bast A, HaenenGR.Lipoic acid: a multifunctional antioxidant. Biofactors. 2003; 17:207–13
- Latunde-Dada GO. Is the calcium transporter a potential candidate for heme transport?Med Hypotheses. 2016 Jun; 91:84-5
- B. Barrett, “Medicinal properties of Echinacea: a critical review,” Phytomedicine, vol. 10, no. 1, pp. 66–86, 2003